υποκίνδυνος

υποκίνδυνος
-ον, Α
1. κάπως επικίνδυνος
2. αυτός που βρίσκεται σε κίνδυνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + κίνδυνος (πρβλ. ἐπι-κίνδυνος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑποκίνδυνον — ὑποκίνδυνος somewhat dangerous masc/fem acc sg ὑποκίνδυνος somewhat dangerous neut nom/voc/acc sg ὑποκινδύνος masc/fem acc sg ὑποκινδύνος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκινδύνοις — ὑποκίνδυνος somewhat dangerous masc/fem/neut dat pl ὑποκινδύνος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκινδύνους — ὑποκίνδυνος somewhat dangerous masc/fem acc pl ὑποκινδύνος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνδυνος — Γενική έννοια που υποδηλώνει την κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την πορεία ορισμένων γεγονότων, η οποία σχετίζεται με την ανυπαρξία πρόβλεψης για την έκβασή τους και απόλυτου ελέγχου πάνω σε αυτά. Η έννοια του κ. συνδέεται με τη δυνατότητα… …   Dictionary of Greek

  • ՎՆԱՍԱՐԱՐ — ( ) NBH 2 0828 Chronological Sequence: Unknown date, 6c ա. βλαβερός perniciosus ὐποκίνδυνος periculosus. Որ ինչ վնաս առնէ. վնասաբեր. վնասակար. եւ Վտանգաւոր. վշտաբեր. *Դէպ լինի (անձրեւել), եւ ոչ ʼի ժամու, մեծապէս վնասարար. Փիլ. նխ. ՟բ.:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”